Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πόρε καὶ σὺ κούρῃσιν ἕπεσθαι τιμήν

  • 1 πόρω

    πόρω, assumed as [tense] pres. to [tense] aor. [voice] Act. ἔπορον and [tense] pf. [voice] Pass. πέπρωμαι: no example occurs of [tense] fut. πορῶ, [dialect] Aeol. πόρσω, cited by EM683.54:
    I [tense] aor. ἔπορον, Hom. mostly without augm.; part.

    πορών Il.21.80

    , Od. 19.460, A.Pr. 946; inf.

    πορεῖν S.OT 1255

    :—furnish, offer, give, of things, π. ἀμφιφορῆα, δέπας, δόρυ, δῶρα, ξεινήϊα, ἕδνα, εἵματα, ἵππον, κρέας, μελίην, οἶνον, ὅπλα, τεύχεα, τόξον, φάρμακα, χλαῖναν, Il.23.92, 24.234, 23.893, Od.4.130, Il.6.218, 16.178, Od.5.321, Il.23.540, Od.8.477, Il.16.143, Od.9.360, Il.19.21, 7.146, 15.441, 4.219, Od.14.460; of conditions or qualities,

    π. μαντοσύνην Il.1.72

    ;

    νόον Od.10.494

    ; πένθος, κακά, θάνατον, etc., 19.512, 9.460, 18.202, etc.;

    τιμήν Hes.Th. 904

    ; εὖχος π. fulfil a wish, Od.22.7;

    ἀνδρὶ παράκοιτιν π. Il.24.60

    ;

    θυγατέρας π. ϝἱάσι Od.10.7

    ; πόρεν δέ οἱ υἱόν he gave her a son, i.e. begat one upon her, Il.16.185;

    οἱ ἔπορεν χρυσόν Pi.O.13.77

    ; ἀγλαΐαν, αἶσαν, κῦδος, etc., Id.I.2.18, N.6.47, P.4.66, etc.; π. τινὶ γέρα, δωρεάν, τιμάς, etc., A.Pr. 108, 616, 946, etc.;

    ἔπορε χρήματα Eup.12.2

    D. (s.v.l.);

    λύσιν εὐαγῆ S.OT 921

    ;

    Κύκνον θανάτῳ πόρεν Pi. O.2.82

    ; ὅρκον π. offer to take an oath, A.Eu. 489: c. inf., πόρε καὶ σὺ κούρῃσιν ἕπεσθαι τιμήν [so as] to attend on them, Il.9.513, cf. 6.228;

    νιν.. πόρε Κενταύρῳ διδάξαι Pi.P.3.45

    : abs., σοὶ θεοὶ πόροιεν, ὡς ( = οἷα)

    ἐγὼ θέλω S.OC 1124

    .
    2 = πορεύω, bring, εἴ τις.. δεῦρο Θησέα πόροι ib. 1458.
    II [tense] pf. πέπρωμαι, only [ per.] 3sg. πέπρωται (Hes. also in [tense] plpf. πέπρωτο):— it has or had been (is or was) fated, c. acc. pers. et inf.,

    ἄμφω γὰρ πέπρωται.. γαῖαν ἐρεῦσαι Il.18.329

    , cf. Pi.O.8.33, E.Alc.21: c. dat. pers. et inf.,

    οἱ πέπρωτο.. δαμῆναι Hes. Th. 464

    , cf. 475;

    τί γὰρ πέπρωται Ζηνὶ πλὴν ἀεὶ κρατεῖν A.Pr. 519

    , cf. 815, Antiph.227.10; πεπρωμένον ἐστί, = πέπρωται, ὁπποτέρῳ θανάτοιο τέλος πεπρωμένον ἐστί Il.3.309;

    ὅτῳ θανεῖν μέν ἐστιν οὐ πεπρ. A.Pr. 753

    ;

    ἐκ θεῶν πεπρ. ἐστὶ πολέμους γίγνεσθαι X.HG6.3.6

    .
    2 part. as Adj., of persons, destined to a thing,

    ὁμῇ πεπρωμένον αἴσῃ Il.15.209

    , cf. 16.441, E.Tr. 340(lyr.).
    b abs., destined,

    π. βασιλεύς Pi.P.4.61

    ;

    τὸν πεπρ. μόρον A.Fr.362.4

    ; βίος π. one's natural life, Pi.P.6.27;

    τὸ μόρσιμον π. Id.N.4.61

    ; ἀρετὰ π. ib.43; π. αἶσα, ξυμφορά, etc., A.Pr. 103, S.Ant. 1337, etc.;

    ὅταν ἔλθῃ τὸ π. τέλος X.Mem.2.1.33

    ; ἡ π. (with and without μοῖρα) appointed lot, Fate, Destiny, Hdt.1.91, E.Hec.43, etc.; twice in Isoc., 1.43, 10.61 (also, οὐ ταῦτα ταύτῃ μοῖρά πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται, i.e. ἡ πεπρωμένη μοῖρα οὐ ταῦτα ταύτῃ κρανεῖ, A.Pr. 512); also,

    τὸ π. Pi.Fr. 232

    , A.Ag.68 (anap.), 684 (lyr.), E.Rh. 634;

    τὰ π. Id. Ion 1388

    , etc.—Poet. word, [tense] pf. part. [voice] Pass. being used rarely in Prose (v. supr.). (Cf. Lat. pars, portio.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόρω

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»